διγέστα

διγέστα
η ή τα (ΜΝ)
1. σύγγραμμα που περιλαμβάνει το ρωμαϊκό δίκαιο
2. άλλη ονομασία τών Πανδεκτών τού Ιουστινιανού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. digesta].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ντιγέστος — ντιγέστος, ὁ, και ντιγέστα ή δίγεστα, τὰ (Μ) πανδέκτης τού Ιουστινιανού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. digesto < λατ. digesta, orum «πανδέκτες»] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”